Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς (wholesale market) έφθασαν να είναι  υψηλότερες κατά 50% ως προς τις αντίστοιχες  ευρωπαϊκές, όπως καταδεικνύεται από το παρακάτω διάγραμμα.


Πηγή
: Quarterly Report on European Electricity Markets, DG Energy (2019

Το γεγονός ότι η υψηλή αυτή διαφορά καταγράφεται και διατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια υποδεικνύει ότι η βασική αιτία πρέπει να είναι δομικού χαρακτήρα.

Τα κύρια αίτια είναι η παρουσία ενός κρατικού μονοπωλίου, η συμπεριφορά του οποίου οδήγησε στο υφιστάμενο μοντέλο αγοράς για να στηριχτούν οι ιδιωτικές επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς (υποχρεωτική ημερήσια αγορά) σε συνδυασμό με το υψηλό δυσμενές εθνικό αποτύπωμα άνθρακα, λόγω των παλαιών χαμηλής απόδοσης λιγνιτικών μονάδων.

Το υφιστάμενο μοντέλο  αγοράς, σε συνδυασμό με πλήθος στρεβλών ρυθμιστικών μέτρων που ελήφθησαν με στόχο την επιδότηση των ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και των ΑΠΕ, παρά το γεγονός ότι σχεδόν το 50% της ζήτησης καλύπτεται από ενέργεια προερχόμενη από ΑΠΕ και εισαγωγές, διαμορφώνει αυτές τις μη ανταγωνιστικές τιμές ως προς τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αγορές.

Είναι προφανές ότι αυτές οι υψηλές τιμές διαμορφώνουν ένα πλαίσιο αρνητικό για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη χώρα και ιδιαίτερα εκείνων που είναι έντασης ενέργειας, ίσως μάλιστα και απειλούν πλέον  τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων βιομηχανιών διότι όπως παρατηρούμε στον παραπάνω πίνακα η διαφορά στις τιμές μεγαλώνει συνεχώς αντί να μειώνεται.

Επιπρόσθετα οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης δραστηριοποιούνται σε πλήρως απελευθερωμένες ,ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας συζευγμένων μεταξύ τους με πλήθος διεθνών διασυνδέσεων, ενώ οι κυβερνήσεις τους -στο πλαίσιο μιας διαχρονικής βιομηχανικής πολιτικής ενίσχυσης της βιομηχανίας- παρεμβαίνουν συστηματικά στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας.

Αντίθετα στην Ελλάδα παρατηρούμε ακριβώς το αντίθετο. Μέτρα που αποφασίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο , όπως π.χ η δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να επιδοτήσει τη βιομηχανία του αναφορικά με τη χρέωση του τέλους υπέρ ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) στην Ελλάδα ακόμη καθυστερεί πλέον των 5 ετών η εφαρμογή του.

Σήμερα διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση. Το ζητούμενο είναι εάν οι αναγγελθείσες μεταρρυθμίσεις επαρκούν ή και γίνονται με τον ορθό τρόπο ή και διατηρούν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις ώστε να οδηγήσουν σε ανταγωνιστικές τιμές την νέα ελληνική αγορά.   

Εντός του 2020 θα λειτουργήσουν τέσσερις νέες αγορές στο πλαίσιο του target model, θα ακολουθήσει η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές της Βουλγαρίας και Ιταλίας, θα προχωρήσουμε σε πλήρη απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 και θα προχωρήσουμε σε μεγάλη ανάπτυξη των ΑΠΕ έως το 2030.

Αποφασίζεται η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων με την αιτιολογία ότι η λειτουργία των μονάδων αυτών είναι ζημιογόνος για τη ΔΕΗ (υπολογίζεται η ζημιά περίπου σε 200εκ/έτος κατά την ΔΕΗ) με μόνη εξαίρεση τη νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5  που θα σταματήσει το 2028, έχοντας κοστίσει πλέον του 1 δις Ευρώ. Θέατρο του παραλόγου εάν σκεφτεί κανείς ότι κάποιους μήνες πριν η ΔΕΗ αρνήθηκε να πουλήσει τη μονάδα της Μελίτης. 

Προϋπόθεση βέβαια είναι να κατασκευαστούν νέες μονάδες συνδυασμένου κύκλου περίπου 2.000 MW με καύσιμο φ.α. , με το εισαγόμενο φ.α να αποτελεί το ενδιάμεσο καύσιμο. Νέες επενδύσεις περίπου 1 δις Ευρώ με αμφίβολο χρονικό ορίζοντα απόσβεσης, καθώς η παράλληλη ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν εξασφαλίζει την λειτουργία τους ως μονάδες βάσης όλους τους μήνες.

Η ΔΕΗ, κλείνοντας τις λιγνιτικές μονάδες ή αποσύροντας τες ως στρατηγική εφεδρεία υπό τις εντολές του ΑΔΜΗΕ, χάνει τη δύναμη που έχει μέχρι σήμερα να επηρεάζει την τιμή της αγοράς προς τα κάτω και μένει με μόνο όπλο τις παλιές της μονάδες φ.α, που δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν τις νέες μονάδες των ιδιωτών. Την ίδια στιγμή θα παραμένει με πολύ υψηλό % ο κυρίαρχος προμηθευτής με % πολύ ψηλότερο από όσο παράγει.

Οι νέες μονάδες ΑΠΕ θα χρηματοδοτηθούν από την αγορά, που σημαίνει ότι θα βγούν στην αγορά, προσφέροντας  μέρος της παραγωγής τους, με μακροχρόνια συμβόλαια σε τιμές στα σημερινά υψηλά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα τιμές. Θεωρείται ότι η ΔΕΗ θα είναι ένας από τους εν δυνάμει αγοραστές.

Οι νέες ιδιωτικές μονάδες, θα έχουν κάθε κίνητρο/δύναμη να ανεβάσουν ή και να κρατήσουν τις τιμές στο ίδιο επίπεδο με τις σημερινές, πάντως πολύ υψηλότερες από τις τιμές στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έως και 50%.

Γι΄ αυτό και οι εκπρόσωποι τους επιμένουν να διατηρήσουν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις , όπως κάτω όριο στις προσφορές ή και να εισάγουν νέες ρυθμίσεις περιορίζοντας την ενέργεια που θα πουλάει η ΔΕΗ εκτός της αγοράς(π.χ με  OTC, όπως είναι διαδεδομένο σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές).    

Το επιχείρημα ότι πρέπει να υπάρχει ικανοποιητική ρευστότητα στην αγορά επόμενης ημέρας ώστε να μπορούν να ανακτούν οι ηλεκτροπαραγωγοί το πραγματικό κόστος τους, μπορεί να έχει και άλλη ανάγνωση, καθώς με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στους ηλεκτροπαραγωγούς να επιβάλλουν τις τιμές που θέλουν σε όλες τις αγορές, ακόμη και στην προθεσμιακή αγορά αντίθετα με ότι συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές.

Διότι είναι προφανές ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί εάν θέλουν να διασφαλίσουν τη λειτουργία των μονάδων τους στην αγορά θα προσφέρουν σε ελκυστικές τιμές μακροχρόνια προθεσμιακά προϊόντα, εάν δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να επιβάλλουν τις τιμές τους στην αγορά επόμενης ημέρας. 

Μάλιστα τώρα δεν θα υπάρχει η αιτιολογία του δυσμενούς ενεργειακού μείγματος ως προς τις διαφοροποιημένες τιμές με την υπόλοιπη Ευρώπη, απλά θα φανεί η έλλειψη ανταγωνισμού και η εδραίωση μιας ολιγοπωλιακής αγοράς όπως υποστηρίζει ο υπεύθυνος της ΕΒΙΚΕΝ που ζητάει από τους αρμόδιους να επανεξετάσουν τις βασικές επιλογές σχεδιασμού της αγοράς και να μη θεσμοθετήσουν μέτρα που εισάγουν στρεβλώσεις και δεν συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά.